- μεροποσπόρος
- μεροποσπόρος, ον,A begetting men,
ὥρη Man.4.577
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὥρη Man.4.577
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεροποσπόρος — μεροποσπόρος, ον (Α) αυτός που σπέρνει, που γεννά ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέροψ + οπος «αυτός που έχει έναρθρη φωνή» + σπόρος (πρβλ. παιδο σπόρος, πυρι σπόρος)] … Dictionary of Greek
μεροποσπόρον — μεροποσπόρος begetting men masc/fem acc sg μεροποσπόρος begetting men neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)